προζύμη

προζύμη
ἡ, Μ [ζύμη]
το προζύμι, η μαγιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προζύμι — το / προζύμιον, ΝΜΑ όξινο φύραμα αλεύρου το οποίο όταν αναμιγνύεται σε μάζα αλεύρου και νερού προκαλεί ζύμωση, η μαγιά νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) κάθε τέτοια μάζα 2. μτφ. η αρχή κάποιου πράγματος αρχ. αντιδραστήρια που χρησιμοποιούνταν στην αλχημεία …   Dictionary of Greek

  • σακχαρομύκητες — Οικογένεια ή τάξη μικροσκοπικών μυκήτων, που υπάγεται στην τάξη ή κλάση των ασκομυκήτων. Έχουν μορφή σφαιρικών ή ελαφρά επιμηκών κυττάρων, μοναχικών ή κατά αλυσίδες, περισσότερο ή λιγότερο διακλαδιζόμενες. Οι σ. παράγουν ασκούς, δηλαδή ασκοειδή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”